Αϊβασιλιάτικα έθιμα των Μεγάρων





(ΤΟ ΘΕΜΑ ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ)
ΑΠΟ ΤΟΝ  Δημ. Ηλία

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ. Και πάλι τα παιδάκια (μόνο αγόρια) έλεγαν από πολύ πρωΐ τον «ΆΪβασίλη» σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Ήταν τα γνωστά λόγια κάλαντα «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος». Αν κάποιος δεν ήθελε να του τα πούνε δικαιολογιόταν ότι «μας τα είπαν άλλοι» και η απάντηση από τα παιδιά ερχόταν σαν κατάρα, με καλή διάθεση φυσικά, «να σε φάνε οι παπαγάλοι με τη μύτη τη μεγάλη».

Οι νοικοκυρές από το πρωΐ ζύμωναν την βασιλόπιττα  Ήταν ψωμί, όπως το Χριστόψωμο,

 αλλά  με περισσότερα μπαχαρικά και κεντημένο με ζηλευτή τέχνη. Πάλι έφτιαχναν από

 πάνω το σχήμα του σταυρού και στα κενά του σχημάτιζαν (με το ίδιο ζυμάρι) το γράμμα Χ που συμβόλιζε τον χρόνο.

Στη μέση του σταυρού κάρφωναν οριζοντίως ένα ασημένιο νόμισμα (σημάδι πλούτου) και πάνω από αυτό στερέωναν ένα μεγάλο καρύδι για να είναι καρπερός, αποδοτικός και ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος. Με τον τρόπο αυτόν δεν περίμεναν σε ποιον θα πέσει το νόμισμα γιατί έτσι ανήκε στο σπίτι και σε όλα τα μέλη της οικογένειας και ήταν τυχερό όλο το σπίτι. Άλλοι πάλι έβαζαν τυχαία το νόμισμα σε κάποιο μέρος της βασιλόπιττας. Έτσι, στο μεσημεριανό φαγητό της Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας σταύρωνε και έκοβε τη βασιλόπιττα σε ίσα κομμάτια (όσα και τα πρόσωπα της οικογενείας) συν του Χριστού και του Άϊβασίλη. Έπειτα ο καθένας κάρφωνε με το πηρούνι του κάποιο κομμάτι και αν του τύχαινε το νόμισμα ήταν ο τυχερός της οικογένειας στη νέα χρονιά. Το γλυκό της Πρωτοχρονιάς στα Μέγαρα ήταν οι κουραμπιέδες.

Την παραμονή επίσης έσφαζαν τον κόκορα, που τον έτρεφαν ειδικά για αυτήν την μέρα, αλλά πρόσεχαν για λόγους προληπτικούς να μη του αφαιρέσουν τελείως το κεφάλι. Έπρεπε να μείνει πάνω για να υπάρχει όλον τον χρόνο η κεφαλή της οικογένειας, δηλαδή ο πατέρας.

Καθάριζαν πάλι καλά όλο το σπίτι για να το βρει καθαρό ο καινούργιος χρόνος και θυμιάτιζαν παντού. Προς το σούρουπο της παραμονής τα αγόρια έλεγαν κάποια διαφορετικά κάλαντα στα σπίτια στον ίδιο σκοπό με τα πρωϊνά. Αυτή τη φορά ήταν εγκωμιαστικά κάλαντα για τον βασιλέα (Ανώτατο Άρχοντα) και τον διάδοχο. Ήταν η εποχή που υπήρχε Συνταγματική Βασιλεία στην Ελλάδα.

Αυτά τα κάλαντα, κατά την παράδοση, ήταν από την εποχή του Γεωργίου Α´. Τα παιδιά στα χέρια τους κρατούσαν φαναράκια και «σαχανάκια» (μικρά μεταλλικά τάσια - μπρούτζινα ή σιδερένια) και τα χτυπούσαν στον ρυθμό των καλάντων. Ένας άλλος κρατούσε ένα χάρτινο καράβι και αν υπήρχε και άλλος κρατούσε τον κουμπαρά (χάρτινο μικρό κουτί συνήθως τυλιγμένο με μπλε χαρτί και στη μέση άσπρο σειρήτι σαν την Ελληνική σημαία). Την ημέρα αυτή, παλαιότερα, συνήθιζαν να βάζουν στα σπίτια τους τις ελληνικές σημαίες, καθώς επίσης να στέλνουν σε συγγενείς και φίλους διάφορα φιλέματα, δηλαδή διάφορα δώρα από τη δική τους παραγωγή, όπως κρασί, καρύδια, μέλι, αμύγδαλα, αυγά και άλλα προϊόντα.

Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση η νέα ημέρα αρχίζει στις 12 και ένα λεπτό τα μεσάνυχτα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η υποδοχή του καινούργιου χρόνου γινόταν από την κάθε οικογένεια στο σπίτι της, συνήθως με τουφεκιές και ανάλογες ευχές. Τότε τα «ρεβεγιόν» δεν υπήρχαν.

Στο σημείο αυτό αξίζει να πούμε ότι το 1924 των Φώτων πρωτολειτούργησε η «ηλεκτρική μηχανή του Μαυρουκάκη» και έδωσε ηλεκτρικό ρεύμα στα Μέγαρα. Κάλυπτε λίγα σπίτια στο κέντρο των Μεγάρων, καθώς και τα λιοτρίβια. Από το 1925 στην αλλαγή κάθε νέου χρόνου έσβηναν στις 12 τα μεσάνυχτα για τρία δευτερόλεπτα τα φώτα (πληροφορία από τον Γιώργη Πρίσκο ή Κωλοπανά που εργαζόταν για πολλά χρόνια στην «Ηλεκτρική του Μαυρουκάκη».

ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ οι νοικοκυρές από πολύ πρωΐ έφτιαχναν τις «κατσούμπλες» (λουκουμάδες) που τις έψηναν με το λάδι της νέας σοδιάς. Μετά πριν πάνε στην εκκλησία, έστρωναν το τραπέζι με το καλό τραπεζομάντηλο: έβαζαν ένα πιάτο μελωμένες κατσούμπλες με σουσάμι και κανέλλα, ένα πιάτο με ξηρούς καρπούς (αμύγδαλα, καρύδια, στραγάλια, φουντούκια, σταφίδες αμπελίσες, τζιτζίφους, πορτοκάλια (όσοι είχαν), ένα μπουκάλι με ποτό - μαστίχα ή ρακή – (το άσπρο είναι το χρώμα της χαράς) και καλά ποτηράκια για τα κεράσματα. Απαραιτήτως έβαζαν και ένα ρόδι πάνω στο οποίο κάρφωναν το ασημένιο νόμισμα του σπιτιού. Κι εδώ αξίζει να πούμε ότι πολλά σπίτια είχαν ένα τέτοιο νόμισμα με το οποίο ασήμωναν τις χαρούμενες στιγμές του σπιτιού τους και δεν το έδιναν πουθενά. Ήταν το νόμισμα του σπιτού. Το φύλαγαν κάπου και το παρέδιδαν στην μεγαλύτερη κόρη για να συνεχιστεί η παράδοση.

Μετά το φαγητό ακολουθούσε το «στέρνιασμα» (από το ρήμα ενστερνίζομαι). Οι γονείς έδιναν χρήματα στα παιδιά τους, ενώ αυτά τους φίλαγαν το χέρι. Ανάλογα την ηλικία το μεγαλύτερο παιδί θα έπαιρνε το δίφραγκο ή το τάλληρο, ο δεύτερος τη δραχμή, ο τρίτος το πενηνταράκι κ.ο.κ. Γινόταν επίσης και το στέρνιασμα της νύφης. Η νύφη, ως αρραβωνιασμένη, έτρωγε πάλι στην πεθερά της, όπου μετά την στέρνιαζαν με χρήματα ή με χρυσά φλουριά ή ασημένια νομίσματα. (Στο προηγούμενο φύλλο με τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα από λάθος γράφτηκε ότι την πρωτοχρονιά ο γαμπρός έτρωγε στο σπίτι της νύφης. Το τραπέζι του γαμπρού γινόταν των Φώτων). Στη συνέχεια έσπαζαν το ρόδι και έτρωγαν τα σπόρια ευχόμενοι «με υγεία και ευτυχία το νέο έτος»..

Την Πρωτοχρονιά απέφευγαν τελείως τους καυγάδες ή άλλη σύγχυση, γιατί νόμιζαν, πως ό,τι θα γίνει την ημέρα αυτή, θα γινόταν όλον τον χρόνο. Πρόσεχαν επίσης όλη την ημέρα το ποιος θα τους κάνει «ποδαρικό», ποιός δηλαδή θα πατήσει πρώτος το πόδι του στο σπίτι τους και ανάλογα έκριναν αν ήταν «καλοπόδαρος» ή «γρουσούζης». Συνήθως οι γρουσούζηδες δεν έκαναν επισκέψεις σε σπίτια.Όλη η ημέρα κυλούσε με ομαδικά παιχνίδια στη γειτονιά, αν το επέτρεπε ο καιρός φυσικά. Οι επισκέψεις στα σπίτια συγγενών και φίλων ήταν απαραίτητες, τα δε βαφτιστήρια πήγαιναν στο σπίτι του νονού τους για να εισπράξουν το στέρνιασμα και να του φιλήσουν το χέρι, καθώς και στο σπίτι του παππά για την ευλογία. Πολλοί δε έστελναν τα παιδιά τους στο σπίτι του δασκάλου με γλυκίσματα ή άλλα φιλέματα. Εάν ο καιρός ήταν βροχερός όλοι καθόντουσαν στο αναμμένο τζάκι, όπου οι μεγαλύτεροι διηγιόντουσαν διάφορες ιστορίες στα παιδιά και διάφορα παραμύθια για καλικαντζάρους και άλλα τέτοια. Οι πιο «προχωρημένοι» έπαιζαν και κανένα χαρτάκι, συνήθως 31 ή «σβουράκι», έτσι για το καλό του χρόνου όποιος χάσει κι όποιος κερδίσει. Την Πρωτοχρονιά χορός στην πλατεία δεν γινόταν (όπως τα Χριστούγεννα) επειδή θα γινόταν των Φώτων για να τραγουδήσουν την «Τράτα» των Φώτων


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου